Ο ελληνικός τουρισμός διακρίνεται μεταξύ όλων των ανταγωνιστών του και σημειώνει αλλεπάλληλα ρεκόρ την τελευταία δεκαετία τόσο λόγω της ανόδου της διεθνούς ζήτησης για ταξίδια, όσο και της ουσιαστικής ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο το 2025 οδεύει προς ακόμη ένα ιστορικό υψηλό επίπεδο αφίξεων, προσελκύοντας περισσότερους από 37 εκατομμύρια τουρίστες το 2025.
Ωστόσο, ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται σε σημείο καμπής, καθώς στρατηγικές ώριμων προορισμών πλησιάζουν τα όριά τους και νέες πηγές ανταγωνισμού αναδύονται, σύμφωνα με νέα μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας. Για τους οικονομολόγους της Εθνικής, η μετουσίωση της ισχυρής ζήτησης σε διατηρήσιμη οικονομική αξία και ανθεκτικότητα απαιτεί οργανωμένη προσπάθεια σε δύο άξονες:
Πρώτον, να προχωρήσει η ανάδειξη των «κρυμμένων θησαυρών» της χώρας με προώθηση εναλλακτικών προορισμών, δεδομένου ότι επί του παρόντος τα ελληνικά νησιά απορροφούν σχεδόν το 50% των αφίξεων, ενώ καλύπτουν μόλις το 15% της έκτασης της χώρας.
Δεύτερον, να επανέλθουν και πάλι οι επενδύσεις σε βασικές υποδομές στα προ κρίσης επίπεδα –καθώς κατά την τελευταία πενταετία παραμένουν 8% χαμηλότερα– ώστε να συμβαδίσουν με την τουριστική επενδυτική δυναμική, η οποία είναι 14% υψηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα. «Αυτό θα αποδείξει την ικανότητά μας ως χώρα να διαχειριστούμε την ίδια μας την επιτυχία», σημειώνουν οι συντάκτες της μελέτης. Αξιολογώντας τη χρονιά που κλείνει, η μελέτη σημειώνει πως αν και η σεισμική δραστηριότητα στη Σαντορίνη λειτούργησε συσταλτικά για το πρώτο εξάμηνο του 2025 (+0,6%), η δυναμική του κλάδου επιβεβαίωσε την ισχυρή διαρθρωτική τάση της με μια κάθετη άνοδο στο δεύτερο εξάμηνο (+7%). Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η δυναμική δεν δείχνει σημεία εξάντλησης, καθώς οι αεροπορικές κρατήσεις για το πρώτο τρίμηνο του 2026 κινούνται 10% υψηλότερα από την αντίστοιχη περίοδο του 2025.
Οι αιτίες της υπεραπόδοσης
Με τον ελληνικό τουρισμό να καταγράφει συνεχή ρεκόρ αφίξεων από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας (εξαιρώντας την πανδημία), το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον αποτελεί πραγματική επιτυχία της χώρας και κατά πόσον αντανακλά τη μεγέθυνση της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς. Τα δεδομένα δίνουν ξεκάθαρη απάντηση: η αύξηση των διεθνών αφίξεων στην Ελλάδα κατά περίπου 13 εκατομμύρια την τελευταία δεκαετία δεν οφείλεται σε μόνο έναν παράγοντα. Περίπου το 40% της ανόδου προήλθε από τη συνολική μεγέθυνση της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς (+25% στη δεκαετία), η οποία δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για όλους τους προορισμούς. Ενα επιπλέον 20% συνδέεται με τη μετατόπιση της διεθνούς ζήτησης προς τη «γειτονιά» μας (την ευρύτερη περιοχή Ευρώπης – Μεσογείου), η οποία ενίσχυσε τη θέση της στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη (από 45% σε 49%). Το υπόλοιπο 40%, ωστόσο, αποτελεί καθαρό κέρδος της Ελλάδας, καθώς αντανακλά την ενίσχυση του μεριδίου της έναντι των άμεσων ανταγωνιστών μέσα στη «γειτονιά» μας. Για την Εθνική λοιπόν οι υψηλές επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού αποτελούν συνδυαστικό αποτέλεσμα των ευνοϊκών διεθνών τάσεων και της βελτίωσης της ανταγωνιστικής θέσης της – με την Ελλάδα να κατατάσσεται στην πρώτη πεντάδα των χωρών της περιφέρειας με το μεγαλύτερο κέρδος μεριδίου την τελευταία 10ετία. Το μερίδιό της στον παγκόσμιο τουρισμό αγγίζει το 2,5% το 2025 από 2% το 2016.
Η «γειτονιά» μας αλλάζει
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως αυτή η επιτυχία, σύμφωνα πάντοτε με τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, εκτυλίσσεται σε μια τουριστική «γειτονιά» που αλλάζει. Στη βόρεια Μεσόγειο, η Τουρκία και η Αλβανία κινούνται επιθετικά, καταγράφοντας σημαντικές ανόδους μεριδίου στην περιφερειακή αγορά (+3 και +0,8 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα, την τελευταία δεκαετία).
Στη νότια Μεσόγειο, η Αίγυπτος, η Τυνησία και το Μαρόκο επανεμφανίζονται δυναμικά αυξάνοντας το αθροιστικό μερίδιό τους στην περιφερειακή αγορά μας κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς αξιοποιούν τις ανταγωνιστικές τιμές, τον χαμηλότερο κορεσμό και τη βελτιωμένη γεωπολιτική σταθερότητα.
Παράλληλα, ώριμοι ευρωπαϊκοί προορισμοί (όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία) καθώς και παραδοσιακοί μεσογειακοί προορισμοί (όπως η Ιταλία και η Ισπανία) χάνουν έδαφος (με αθροιστική απώλεια των τεσσάρων χωρών 3 ποσοστιαίες μονάδες) – δείχνοντας ότι πλησιάζουν τα φυσικά όρια της τουριστικής ανάπτυξής τους με τους όρους των προηγούμενων δεκαετιών.
Η Εθνική Τράπεζα καταλήγει στο ότι η υπεραπόδοση της Ελλάδας δεν ήταν τυχαία. Στηρίχθηκε σε διαρθρωτικά θεμέλια – κυρίως αναβάθμιση ποιότητας ξενοδοχείων και ενίσχυση αεροπορικών συνδέσεων. Ομως «σε μια ανταγωνιστική τουριστική γειτονιά και με νέες τάσεις ζήτησης να αναδύονται, κερδισμένοι θα είναι όσοι καταφέρουν να ανταποκριθούν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα», σημειώνει. Και παραπέμπει στην αξιοποίηση των ευκαιριών από τις ώριμες μακρινές αγορές, όπως οι ΗΠΑ, και τις αναδυόμενες, όπως η Ινδία, και στην άμβλυνση της εποχικότητας του τουρισμού, που για την ώρα στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι επικεντρωμένος στους κυρίως καλοκαιρινούς μήνες.
